-
1 χρῆ
χρῆ, [full] χρῆς, 3 and 2 pers. sg. [tense] pres. indic. of a defect. verb, expld. by Hsch. and Sch.S.Ant. 887 by θέλει χρῄζει, θέλεις χρῄζεις and found in the following passages: εἴτε χρῇ θανεῖν whether sheA desires to die, S.Ant. 887 ( χρή codd., cf. Sch.ad loc.);σοὶ δὲ δρᾶν ἔξεσθ' ἃ χρῇς Id.Aj. 1373
( χρή codd.); εἴτε χρῇς (sc. κηρύσσειν με) Id.El. 606 ( χρή codd.); (anap., χρή codd.);πάρα δ' ἄλλ' ὅ τι χρῇς Cratin.127
, cf. Eup.4 (prob. l.); οὐ χρῆσθα (sc. φωνεῖν); Ar.Ach. 778 ([place name] Megarian). (Cogn. with χρή, κέχρημαι 'I yearn after', χρῄζω.)
См. также в других словарях:
τυμβεύω — Α [τύμβος] 1. αποτεφρώνω ή θάβω νεκρό, κηδεύω 2. (αμτβ.) είμαι ενταφιασμένος («εἴτε χρῇ θανεῑν εἴτ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ», Σοφ.) 3. φρ. «χοὰς τυμβεύω τινί» επιχύνω σπονδές στον τάφο κάποιου … Dictionary of Greek